χλωρᾶι

χλωρᾶι
χλωρᾷ , χλωράω
pres subj mp 2nd sg
χλωρᾷ , χλωράω
pres ind mp 2nd sg (epic)
χλωρᾷ , χλωράω
pres subj act 3rd sg
χλωρᾷ , χλωράω
pres ind act 3rd sg (epic)
χλωρᾷ , χλωράζω
eat green provender
fut ind mid 2nd sg (epic)
χλωρᾷ , χλωράζω
eat green provender
fut ind act 3rd sg (epic)
χλωρᾷ , χλωρός
greenish-yellow
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλωραί — χλωρός greenish yellow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… …   Dictionary of Greek

  • χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”